- μεγαλομέρεια
- μεγαλομέρεια, ἡ (Α) [μεγαλομερής]1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών2. μεγάλο μέγεθος3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλομερείᾳ — μεγαλομερείᾱͅ , μεγαλομέρεια largeness of parts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλομέρεια — largeness of parts fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλομέρειαν — μεγαλομέρεια largeness of parts fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)